Monday, June 29, 2015

Τα φοβισμένα ανθρωπάκια


Όταν δεν έχεις κανένα λόγο να ελπίζεις και να ονειρεύσεαι,
έχεις γίνει η σκιά του εαυτού σου.
Πάντα με εκνεύριζαν τα φοβισμένα ανθρωπάκια.

Τα έβλεπες, να λουφάζουν στην ήσυχη γωνιά τους, σχεδόν έξω από τον κόσμο που ζει, αναπνέει, εξελίσσεται, αδιαφορώντας για αυτόν.
Σε κάθε προοπτική διαταραχής της μίζερης κανονικότητας (όχι απαραιτήτως της δικής τους), έβγαιναν έξω, σα σαλιγκάρια μετά από βροχή, και έκρωζαν: "και τί θα γίνει τώρα; πού θα πάμε; τί θα κάνουμε; πώς θα επιβεβιώσουμε; γιατί έγινε αυτό; τί θέλετε; ".

Ήταν εκείνα που σε κάθε πορεία, διαμαρτυρόντουσαν που έκλεινε ο δρόμος και φοβόντουσαν μήπως καεί κανάς κάδος ή σπάσει καμιά τράπεζα. Αλλά που στις επιθέσεις των ΜΑΤ με δακρυγόνα και γκλοπιές ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν.

Ήταν αυτά που χλεύαζαν τους φοιτητές που έκαναν συνδικαλισμό. Αλλά που δεν έβγαλαν άχνα όταν αστυνομικοί συνέλαβαν φοιτητές στην Πρυτανεία.

Ήταν αυτά που όταν περνούσε ο Νόμος Διαμαντοπούλου τους ενοχλούσαν οι καταλήψεις.

Ήταν εκείνα που ρωτούσαν συνεχώς τί νόημα έχει η απεργία, τη στιγμή που μειωνόντουσαν οι μισθοί.

Ήταν εκείνα που διαμαρτυρήθηκαν πρώτη φορά όταν η Πρόεδρος της Βουλής παραπονέθηκε για την κλούβα που έκλεινε το δρόμο ή όταν αντεξουσιαστές πλησίασαν το περιστύλιο της Βουλής.
Αλλά όχι όταν καταλύθηκε το άσυλο.

Είναι εκείνα που έχουν πάψει από καιρό να ονειρεύονται.
Που έχουν αποδεχθεί την γκρίζα καθημερινότητα ως μοναδική επιλογή.
Και κάθε χρώμα που διατάραζει το γκρίζο τα κάνει να ανησυχούν.


Είναι αυτά που το να ψηφίσει ο λαός όχι σε νέο μνημόνιο, τα φοβίζει περισσότερο από τα καινούρια μέτρα.
Είναι αυτά που προτιμούν την αργή σίγουρη καταστροφή από μια προσπάθεια για το σταμάτημά της με όχι -και τόσο σίγουρη συνέχεια.

Και δεν μιλάω για τους εργαζόμενους, οικογενειάρχες, μισθωτούς που δείχνουν κάποιον προβληματισμό επειδή επηρρεάζονται (με λάθος τρόπο κατά τη γνώμη μου) από την καλοπροαίρετη σκέψη της επιβίωσης της οικογένειάς τους

Μιλάω για τους έχοντες.
Μιλαω για εκείνους που αντιμετωπίζουν τη ζωή ως μια μοίρα επιβεβλημένη από τρίτους.
Την πολιτική ως τεχνοκρατική διαδικασία.
Και την πιθανότητα της συμμετοχής του λαού στη διαμόρφωση του μελλοντος ως καταστροφή.
Πάντα τέτοιοι ήταν οι πιο φοβισμένοι.


Την Κυριακή θα ψηφίσω "ΟΧΙ".
Θα είμαι ειλικρινής. Δεν θα το παίξω "ήρωας".
Δεν πεινάω.
Μα ούτε και φοβάμαι.

Θα ψηφίσω "ΟΧΙ" γιατί οι  αγώνες, αυτοί που τα φοβισμένα ανθρωπάκια και τα παπαγαλάκια πολλές φορές επικαλούνται και λένε ότι "σέβονται" όταν μιλάνε για "δημοκρατία" -αντιμετωπίζοντας τους βέβαια ως απαρχαιωμένα μνημεία, ως αξιοθέατα του παρελθόντος- παραμένουν ζωντανοί  και επίκαιροι μέχρι και σήμερα.

Και εκείνοι οι αγώνες, οι συγκλονιστικοί αγώνες που μας έχουν χαρίσει δυο - τρεις ελευθερίες που επιβιώνουν μέχρι και  σήμερα  (ναι, αυτοί μας τις χάρισαν, δεν χαρίστηκαν μόνες τους) επιτάσσουν την προοπτική για ένα ανεξέλεγκτο ταξίδι με πιθανό προορισμό έναν καλύτερο κόσμο και όχι το λούφαγμα και το κούρνιασμα στην βέβαιη προοδευτική καταστροφή της χώρας.

Δεν φοβάμαι λοιπόν, γιατί αν όλοι εκείνοι που αγωνίστηκαν στο παρελθόν είχαν φοβηθεί,
τώρα δεν θα είχα κατι για να φοβάμαι.

Δεν φοβάμαι γιατί στο δίλημμα "ζωή ή επιβίωση" έχω διαλέξει το πρώτο.

Thursday, June 25, 2015

Για μία διαλεκτική προσέγγιση της καλυτέρευσης των ζωών μας




Ο γενικός δρόμος προς την γενική απελευθέρωση για να είναι
γενικά καλύτερα από γενικά χειρότερα. Γενικώς μιλώντας.

Στην, καθομολουγωμένως, ενδιαφέρουσα συνάντηση της ψυχολογίας με την αριστερά, ένα κομμάτι διανοουμένων επηρρεασμένο από την λακανική προσέγγιση, χρησιμοποιεί το εργαλείο της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης προκειμένου να τεκμηριώσει την απάντηση  στο ερώτημα του γιατί "οι προλετάριοι στρέφονται ενάντια στο ιστορικό συμφέρον τους", δηλαδή στην απελευθέρωση της τάξης τους και στην μετάβαση στο σοσιαλισμό (το τι ακριβώς εννοεί ο καθένας με αυτό είναι άλλο θέμα).

Με πιο απλά λόγια δηλαδή, διερευνάται το ποιοί είναι οι ψυχολογικοί λόγοι για τους οποίους οι εργαζόμενοι δεν στρατεύονται στην υπόθεση του σοσιαλισμού και συνεχίζουν να υφίστανται ένα καθεστώς εκμετάλλευσης, ψηφίζοντας για παράδειγμα αστικά κόμματα κ.α.α

Αν και δεν τάσσομαι υπέρ της ανάλυσης κοινωνικών φαινομένων με ψυχολογικούς όρους, πόσω μάλλον όταν αυτοί σχετίζονται τόσο πολύ με το άτομο αυτό καθαυτό, ισχύει το εξής:

η ζωή είναι, αντικειμενικά, δύσκολη. Η καλυτέρευσή της, σε κάθε επίπεδο, από μικρά πράγματα της καθημερινότητας μέχρι τα μεγαλύτερα (που προφανώς είναι διαλεκτικά αλληλένδετα) είναι μια εξελιτική πορεία, που γίνεται βήμα το βήμα.

Η πορεία αυτή και τα βήματά της δεν προκύπτουν κάπως αλλιώς πέρα από τις συνεχείς συγκρούσεις του υπαρκτού με το επιθυμητό (όπως "επιτάσσει" και η διαλεκτική):  της κατάστασης που βρισκόμαστε με την κατάσταση στην οποία επιθυμούμε να φτάσουμε. Η δυναμική που δημιουργείται μέσα από τις παραπάνω αντιφάσεις, είναι αυτή που ωθεί τη συγκεκριμένη πορεία τη συγκεκριμένη διαδρομή. Χρησιμοποιώντας ένα "πεζό" παράδεγιμα, μία αύξηση μισθού σε έναν κλάδο εργαζομένων προέρχεται από τη σύγκρουση που προκύπτει από τους αγώνες εκείνων των εργαζομένων που πρώτα και κύρια επιθυμούν μεγαλύτερο μισθό, με την κατάσταση στην οποία παίρνουν συγκεκριμένο μισθό και αυτούς τους οποίους τη διατηρούν.

Είναι προφανές ότι για να ξεκινήσει και να συνεχιστεί μια τέτοια πορεία, μια πορεία της κοινωνίας και του κάθε ατόμου ταυτόχρονα, έναν σημαντικό παίζουν οι ενέργειες του κάθε ατόμου, μιας και η κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο από ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων.

Εχει τεράστια σημασία λοιπόν, η αγωνία του καθενός για την καλυτέρευση της ζωής σε κάθε επίπεδο: έχει σημασία η μη - υποταγή στα κυρίαρχα πρότυπα, έχει σημασία η απόρριψη ενός βίαια "δοσμένου ρεαλισμού", η απόρριψη της εμπέδωσης της ανικανότητας του (μας) για κάτι διαφορετικό.
Έχει σημασία η απόρριψη της ήδη υπάρχουσας κατάστασης ως μοναδικού και αναγκαίου δρόμου, είτε μιλάμε για το οικονομικό σύστημα, είτε μιλάμε για τις συνθήκες εργασίες, είτε μιλάμε για μία φιλική ή ερωτική σχέση.

Προφανώς αν δεν πιστέψεις ότι κάτι δεν είναι εφικτό, αν δεν κινητοποιηθείς για αυτό το κάτι, τότε αυτό το κάτι δεν πρόκειται να γίνει. Τότε δεν θα δημιουργηθούν εκείνες οι δύο καταστάσεις και η μεταξύ τους αντίφαση, δεν θα υπάρξει καν η δυναμική μιας οποιαδήποτε "αλλαγής". Η αποδοχή δηλαδή μιας οποιαδήποτε δυσάρεστης κατάστασης ως "αντικειμενική πραγματικότητα", η αναπαραγωγή της νοοτροπίας "έτσι έχουν τα πράγματα, τί να κάνουμε;" οδηγεί ακριβώς στην ανυπαρξία καλύτερης προοπτικής.

[Κενή παράγραφος για εισαγωγή επιχειρημάτων υπεράσπισης της συμφωνίας]

Όπως λένε άλλωστε, για να πετύχεις το εφικτό, πρέπει να ονειρευτείς το ανέφικτο.

Φτηνά Τσιγάρα: μια προσπάθεια ανάλυσης

Ανεξαρτήτως της πορείας διαπραγματεύσεων και πολιτικών εξελίξεων, μιας
και καλοκαίριασε (και ταιριάζει), μια προσπάθεια ανάλυσης - εξήγησης σε όσους
εκείνους έχουν δει την ταινία του Χαραλαμπίδη και αμφισβητούν
ή αμφιβάλλουν για την ποιότητά της (ή και για την ίδια την ιστορία της).
ΠΡΟΣΟΧΗ: AKOΛΟΥΘΕΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
(ΣΣ.: ΕΝΝΟΕΙ SPOILERS)

Στιγμές. Και γόπες. Σβησμένα αποτσίγαρα που "αποθηκεύουν" τις στιγμές. Γόπες - αναμνήσεις στιγμών που πέρασαν. 

Συλλογή γοπών. Συλλογή στιγμών από τον καφετζή της ταινίας, και περιγραφή τους από τον σκηνοθέτη της.

Φτηνά Τσιγάρα.

Μία ταινία που περιγράφει μια διαδρομή. Τη διαδρομή της αγάπης, του έρωτα γενικώς.  Και τη διαδρομή μιας σχέσης μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας ειδικώς.


Μέσα από μια  γνωριμία ενός άντρα και μιας γυναίκας και την εξέλιξη αυτής ως κύριο "ελατήριο" της ταινίας, καθώς και την ύπαρξη και τους διαλόγους των δευτερευόντων χαρακτήρων, ο Ρένος Χαραλαμπίδης μας δίνει τη δικιά του ματιά, για διάφορες πτυχές και μορφές μιας ερωτικής σχέσης ή των ερωτικών σχέσεων γενικότερα.

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τις αλλαγές σκηνών, τα χρονικά άλματα, για να ξετυλίξει ένα κουβάρι, να αφηγηθεί μία ιστορία, που στην πραγματικότητα, δεν είναι μία αλλά πολλές: η ιστορία του έρωτα, της ερωτικής σχέσης και ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζουν διάφοροι τύποι ανθρώπων.

Κύρια έννοια της ταινίας και της αφήγησης, δεν είναι άλλη από αυτή της αναζήτησης: η αναζήτηση της άμεσης απόλαυσης μέσω της αυτοϊκανοποίησης (όπως περιγράφεται από τον χαρακτήρα που παίζει ο Τσάκωνας σε σκηνή στο καφέ), η  αναζήτηση του πάθους και της ικανοποίησης της της αυτοεκτίμησης (από τη γυναίκα ενός ζευγαριού που τα "φτιάχνει" με τον γυμναστή της Τέλη που την αποκαλεί "μουνάρα") η αναζήτηση  της ανάμνησης του παρελθοντικού και πλέον εξιδανικευμένου μαθητικού έρωτα (η "Βασούλα" που ψάχνει ο Μανώλης με τη ντουντούκα στο μπαλκόνι του, που αν και πλέον παχύσαρκη και μη - επυθυμητή, έχει χαρακτεί ανεξίτηλα στην μνήμη του).
Και τέλος, η πιο σκληρή και δύσκολη αναζήτηση, η κύρια υπόθεση της ταινίας: η αναζήτηση της πρωταγωνίστριας από τον πρωταγωνιστή, που δεν είναι τίποτα άλλο από την αέναη αναζήτηση του έρωτα, της σύναψης μιας ερωτικής σχέσης.

Η ταινία ξεκινάει με μία ανεκπλήρωτη επιθυμία: την ανεκπλήρωτη επιθυμία του Νίκου (Ρένος Χαραλαμπίδης) που απευθύνεται τη Σοφία (Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους), την ανεκπλήρωτη επιθυμία ενός οποιουδήποτε άντρα προς μια γυναίκα ,"πως θα 'θελε τόσο πολύ να την εντυπωσιάσει".
Συνεχίζει με μια παραδοχή: "ότι η μοναδική τους συνάντηση ήταν ξαφνική και σύντομη, σαν μια μπόρα"

Πράγματι, στη συνέχεια, περιγράφεται η πρώτη συνάντηση του Νίκου με τη Σοφία: δυο διπλανά καρτοτηλέφωνα στα οποία βρίσκονται ο καθένας για τους δικούς του λόγους και η προσέγγιση της Σοφίας από το Νίκο. Ο Νίκος, καλώντας το καρτοτηλέφωνο της Σοφίας από το δικό του, θέτει στη Σοφία ένα φανταστικό πρόβλημα: την μεταφέρει σε ένα υποθετικό μέλλον, στο οποίο η Σοφία όντας παντρεμένη, αμφισβητεί την πορεία της ζωής της και τις μέχρι τότε επιλογές της. "Και αν", της λέει, "αναρωτηθείς τότε αν εκείνος ο  τύπος στο καρτοτηλέφωνο που του είπες όχι ήταν ο άντρας της ζωής σου;"
"Άσε με να αποδείξω πως δεν είμαι αυτός", της λέει, καταστρέφοντάς απότοτομα ένα εξειδανικευμένο αλλά πολύ συνηθισμένο σενάριο, που δημιουργούν όλοι οι άνθρωποι όταν συνηθίζουν να αναπολούν το παρελθόν και όλα όσα εκείνα τελικά δεν τόλμησαν.
Τα Φτηνά Τσιγάρα μας μπάζουν γρήφορα στα βαθιά, παρουσιάζοντας ένα "φιλοσοφικό ζήτημα",  από τα πολλά με τα οποία καταπιάνεται η χαρακτηρισμένη -λαθεμένα- από πολλούς "αστεία" ή "cult" ταινία.

Η ανάγκη της Σοφίας για ένα τηλεφώνημα και η πρόταση του Νίκου "για ανταλλαγή λίγων μονάδων με μια βόλτα μέχρι το επόμενο καρτοτηλέφωνο" κάνει τη γνωριμία τους να έχει συνέχεια.

Η οποία γνωριμία, μέσα από μια νυχτερινή βόλτα στο άδειο κέντρο της Αθήνας, περιγράφεται στην ταινία με διαλείμματα: τα διαλείμματά αυτά ασχολούνται με το καφέ στο οποίο συχνάζει ο Νίκος και τους θαμώνες του ή τη σχέση του Νίκου με έναν περίεργο κακοποιό, ονόματι Μιχάλη, και τις "παρέες του" (πουτάνες και μαφιόζοι).

Μέσα από την παράθεση καρικατούρων, ο Χαραλαμπίδης παρουσιάζει ουσιαστικά καθημερινές καταστάσεις, απόψεις και ενέργειες ανθρώπων (πολλές φορές και του ίδιου ανθρώπου) σε σχέση με τον έρωτα. Η αναζήτηση για μία "επιφανειακή" σχέση, η "άρνηση της ερωτικής επιθυμίας για χάρη της φιλοσοφίας" οι "άτσαλες" προσπάθειες ενός άνδρα να προσεγγίσει μια γυναίκα μέσω τηλεφώνου, οι επευφημίες, οι συμβουλές, η κριτική των τρίτων.

Παράλληλα, η γνωριμία του Νίκου και της Σοφίας εξελίσσεται στη διάρκεια μιας νύχτας.
Η γνωριμία τους περνάει από όλα εκείνα τα στάδια της πρώτης γνωριμίας ενός άνδρα με μία γυναίκα: οι πρώτες προσπάθειες του άνδρα ώστε να έρθουν πιο κοντά συναντούν την υπεροψία και τις ψυχρές αντιδράσεις μιας αρχικά "αδιάφορης" γυναίκας (η οποία όπως αναφέρεται και στην αρχή, είναι ήδη σε σχέση). Τα πρώτα "ανοίγματα" της καρδιάς του ζευγαριού, ο πρώτος τσακωμός, το πρώτο περπάτημα δίπλα - δίπλα, κάνουν όλα την εμφάνισή τους.

Η γνωριμία τους κορυφώνεται το ξημέρωμα σε μια καντίνα στον Λυκαβηττό, όπου η Σοφία κλείνει τα μάτια του Νίκου, απλώνεται σιωπή, ο ένας ψηλαφίζει τον άλλο (σωματικά και ψυχικά), με τα πρόσωπά τους να ακουμπούν, στην πιο τρυφερή και "εσωτερική" στιγμή του ζευγαριού.

Το ξημέρωμα σηματοδοτεί το τέλος της νύχτας, το τέλος της γνωριμίας.
Σαν μια πολύ φυσιολογική συνέχεια, η Σοφία αναρωτιέται "πώς θα χωρίσουμε;":  πράγμα που αναφέρεται αφενός στον φυσικό αποχωρισμό (δηλ. στο τέλος της νυχτερινής τους βόλτας) και αφετέρου -νομίζω- στον χωρισμό του συγκεκριμένου  (ή γενικά ενός οποιοδήποτε) ζευγαριού.
Ο Νίκος της απαντά "όπως συναντηθήκαμε". Όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλες τις σχέσεις, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Εκείνη απομακρύνεται. Πριν χαθεί, ο Νίκος της εκμυστηρεύεται φωναχτά ότι "εκείνη την πέτρα που είχε ονειρευτεί" (κάτι που της είχε αποκαλύψει στην αρχή της γνωριμίας του), ξέρει πλέον "ότι την ονειρεύτηκε για να της τη χαρίσει"

Η ατάκα του Νίκου έρχεται να προϊδεάσει μία σφοδρή ανατροπή στο φυσιολογικό "τέλος" της γνωριμίας του: τοποθετεί τη Σοφία στη σφαίρα του πεπρωμένου, την εξυψώνει και χαρακτηρίζει τη γνωριμία τους σαν μία όχι τόσο απλή γνωριμία.
Σηματοδοτεί έτσι τη σημασία της γνωριμίας του για αυτόν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι για αυτόν το κεφάλαιο "Σοφία" δεν κλείνει εκεί. Παρόλα αυτά, το άτομο Σοφία έχει ήδη χαθεί.

Η συνέχεια της ταινίας είναι μάλλον ο κύριος λόγος που κάνει πολλούς να την καταδικάσουν ως "ασυνάρτητη": ο Νίκος συνεχίζει να περιφέρεται στο καφέ και στο σπίτι του φίλου του του Μιχάλη, ανάμεσα σε περίεργους χαρακτήρες, περίεργες ατάκες, και πουτάνες, ώσπου να ξανασυναντήσει τη Σοφία και η ταινία να τελειώσει με ένα φιλί.

Τί συμβαίνει αλήθεια; Τελικά ο Νίκος και η Σοφία ξανασυναντήθηκαν; Πώς; Και γιατί είχαν πει ότι χωρίζουν;

Κλειδί στο να δοθεί απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι η χρονική "τακτοποίηση" των γεγονότων" που εξιστορούνται στην ταινία. Όπως έγραψα και στην αρχή, ο Χαραλαμπίδης παίζει με το χρόνο: τα γεγονότα που περιγράφονται δεν έχουν συμβεί με τη σειρά που εμφανίζονται στην ταινία. Η ιστορία κάνει συνεχή άλματα μπροστά και πίσω στον χρόνο.

Ο παρατηρητικός θεατής εξαρχής θα παρατηρήσει ότι η εισαγωγή της ταινίας, τοποθετείται πιθανά στο "τέλος της ιστορίας": ο Νίκος ως αφηγητής αναφέρει ότι η μοναδική συνάντησή του με  τη Σοφία ήταν σύντομη. Η συνάντηση και η εξιστόρηση του τί έγινε ακολουθεί την εισαγωγή, αλλά όπως αναφέρεται στην αρχή ήταν μοναδική και σύντομη, πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι τα πάντα συνέβησαν σε μία και μοναδική νύχτα.
Παρόλα αυτά, οι σκηνές που εκτελίσσονται στο καφενείο ή στο σπίτι του Μανώλη, οι συναντήσεις του Νίκου με τους μαφιόζους - εκβιαστές του Μανώλη (τρεις στο σύνολο) κάνουν φανερό ότι τα γεγονότα της ταινίες αφορούν  περισσότερες από μία μέρες.

Άρα από τη στιγμή της γνωριμίας μέχρι το ξημέρωμα  στον Λυκαβητό και τον αποχωρισμό του ζευγαριού, περιγράφονται παραπάνω από μία μέρες, αλλά αποσπάσματα από μία και μοναδική νύχτα: τη νύχτα που ο Νίκος γνώρισε τη Σοφία.

Και μετά; Τί γίνεται μετά;

Την απάντηση δίνουν διάφορες, φαινομενικά αδιάφορες, σκηνές, που με την πρώτη ματιά μπορεί να αντιμετωπιστούν ως απλές λεπτομέρειες, άσχετες με την κυρίως ιστορία της ταινίας.

Η πρώτη είναι η συζήτηση του Νίκου με έναν μποξέρ, οπαδό του Μωχάμεντ - Άλι. Ο μποξέρ του εξηγεί ότι το να "παλεύεις είναι σα να χορεύεις". Αμέσως μετά βλέπουμε το Νίκο στο διαμέρισμά του, σε αρμονικές εναλλαγές μεταξύ μποξ και πιρουετών, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του μποξέρ.

Η δεύτερη είναι η συνάντηση του Νίκου με τον καφετζή που συλλέγει "σβησμένες γόπες"και η αναφορά του σε μια γόπα που του είχε δώσει μια γυναίκα αφού την είχε καπνίσει κατά τη γνωριμία της με έναν άντρα. Η χειρονομία αυτή είχε ως αντάλλαγμα μια υπόσχεση από μεριάς του η οποία αφορούσε στο Νίκο. Ο καφετζής απαγγέλει την εισαγωγή του "Μέγα Ανατολικού" (αυτή ήταν η υπόσχεση που είχε δώσει στη γυναίκα), μυθιστόρημα τον τίτλο του οποίου είχε αναφέρει ο Νίκος ως το όνομά του, κατά τη διάρκεια της γνωριμίας του με τη Σοφία ("Για σένα και γι'απόψε, Μέγας Ανατολικός").

Μετά την απαγγελία, η Σοφία εμφανίζεται στο καφέ. Τα βλέμμα του Νίκου και της Σοφίας συναντιούνται. Η Σοφία χαμογελά και η σκηνή αλλάζει, αφήνοντας εσκεμμένα τον θεατή να απορεί για το τί ακολούθησε μετά την εμφάνιση της Σοφίας.

Στην επόμενη σκηνή, ο Νίκος εμφανίζεται ιδιαίτερα σκεφτικός στο σκοτεινό δωμάτιό του. Σκεφτικός και μάλλον μελαγχολικός. Αναπολεί, καπνίζει, μελαγχολεί, τρίβει το μέτωπό του, σκύβει το κεφάλι.

Με σκυφτό το κεφάλι εμφανίζεται σε ένα τρόλλεη γεμάτο χρυσόψαρα σε σακούλες με νερό που κρέμονται από τα χερούλια και περιστέρια που φτερουγίζουν.
 Ο Νίκος αφηγείται πως "μέσα από τα φτερουγίσματα θα έρθεις εσύ".Το τρόλλεη κάνει στάση σε μια στάση που περιμένει η Σοφία.
Η Σοφία ανεβαίνει, μέσα από τα περιστέρια που φτερουγίζουν, και καταφέρνει να σμίξει με το Νίκο που βρίσκεται μέσα.
Φιλιούνται με το που σμίξουν και ύστερα πέφτουν οι τίτλοι τέλους υπό το υπέροχο soundtrack της ταινίας.
Happy end. Ή μήπως όχι;

Ο πεζός θεατής θα θεωρήσει πως ό,τι συμβαίνει στην ταινία είναι παράλογο και θα βλαστημίσει για τον χρόνο που έχασε. Κάποιοι (συμπεριλαμβανομένου και εμού) μπορεί να έχουν διαφορετική γνώμη, θεωρώντας την ταινία ένα από τα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου.

Κατά τη γνώμη μου, με τον τρόπο εξέλιξης της ταινίας, ο σκηνοθέτης αφήνει το τέλος μετέωρο, μιας και οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν είναι τρεις.

Αρχικά ας τοποθετήσουμε για για τελευταία φορά λεπτομερώς τις σκηνές σύμφωνα με την χρονική εξέλιξή τους: Ο Νίκος γνωρίζει τη Σοφία μια νύχτα. Η νύχτα εκείνη περνάει και αποχωρίζονται.
 Πριν ή μετά από αυτή τη νύχτα ο Νίκος περιφέρεται ανάμεσα σε καφέ, στο σπίτι του Μανώλη και συναντά περίεργους χαρακτήρες: αυτή άλλωστε είναι και η ζωή του εκτός Σοφίας. Μετά από αυτή τη νύχτα, περνούν κάποιες μέρες, όμοιες με τις προηγούμενες.
Η Σοφία ξανασυναντάει τον Νίκο στο καφέ. Ώς εδώ τα πράγματα είναι απλά και εύπεπτα.

Το τί ακολουθεί όμως είναι αυτό που είναι μετέωρο και αφήνεται -κατά τη γνώμη μου- στην κρίση του θεατή:

Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι η δεύτερη συνάντηση του Νίκου με τη Σοφία, εκείνη στο καφέ, δεν εξελίχθηκε καλά - ενδεχομένως και να μη συνέβη καν. Το πλέον σίγουρο είναι ότι ποτέ ο Νίκος δεν συνάντησε τη Σοφία με το τρόλλεη.

Όλο αυτό δεν ήταν παρά τίποτα άλλο από προϊόν των σκέψεων που έκανε στο σκοτεινό δωμάτιο προς το τέλος της ταινίας. Ήταν η επιθυμία του, η ευχή του για το πώς θα έπρεπε να εξελιχθεί εκείνη η γνωριμία, η οποία κορυφώνεται στο φιλί που ποτέ δεν έδωσαν την νύχτα της γνωριμίας τους. Είναι η φαντασίωση που προκύπτει από το το απωθημένο, η μη ανεκπλήρωτη επιθυμία "να την εντυπωσιάσει". Στην πραγματικότητα όμως εκείνη τη μοναδική νύχτα δεν ακολούθησε καμία συνέχεια: η γνωριμία τους περιορίστηκε σε μια μοναδική  βόλτα, ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα όπως παραδέχεται και ο ίδιος στην αρχή της ταινίας. Και γιατί να γινόταν διαφορετικά; Η Σοφία άλλωστε "τα είχε" με το συγγραφέα Λαέρτη.

Η δεύτερη ερμηνεία είναι ότι κατά τη δεύτερη συνάντησή τους στο καφέ, ο Νίκος και η Σοφία έδωσαν ένα επόμενο ραντεβού (ή ίσως και δεν έδωσαν).
Ο Νίκος μετά την γνωριμία τους, "πάλεψε", "προσπάθησε", προκειμένου να την ξανασυναντήσει, να την εντυπωσιάσει (αφού δεν πρόλαβε στην πρώτη τους συνάντηση που ήταν σύντομη σαν μια μπόρα) όπως υποδεικνύει η σκηνή που "χορεύει και παλεύει" στο δωμάτιό του. Σκεπτόμενος πολλή ώρα στο σκοτεινό δωμάτιο, ακολούθησε αυτό που του είχε πει ο Μανώλης  στην αρχή της ταινίας.
"Ο δρόμος της υπερβολής που οδηγεί, ξέρεις; Στο παλάτι της Σοφίας" (το σ με κεφαλαίο, όχι τυχαία). Έτσι, βαδίζοντας σε αυτό το δρόμο, είτε έχοντας δώσει ραντεβού με τη Σοφία στη συνάντησή τους στο καφέ είτε χωρίς, έστησε ένα υπερβολικό σκηνικό (το τρόλλεη με τα χρυσόψαρα και τα πουλιά). Όπως φάνηκε από την προοικονομία, η Σοφία "εντυπωσιάστηκε"  και ο Νίκος κατάφερε να οδηγηθεί στο "παλάτι της", γευόμενος τα χείλη της.


Μία τρίτη ερμηνεία, παρακινδυνευμένη και προτεινόμενη κυρίως σε πεζούς, ρεαλιστές ή και απαισιόδοξους, είναι ότι τίποτα από τα περισσότερα που αναφέρονται στην ταινία δε συνέβη στην πραγματικότητα.
Ότι πολύ απλά, η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σκληρή. Ότι ο Νίκος όντως περιφέρεται ανάμεσα σε καφέ και στο σπίτι του φίλου του Μανώλη, συναντώντας περίεργους χαρακτήρες. Ότι συνάντησε τη Σοφία μια νύχτα στο καρτοτηλέφωνο και της πρότεινε να τον ακολουθήσει μέχρι το επόμενο. Ότι εκείνη τον ακολούθησε, έμαθε ότι η τηλεκάρτα του Νίκου δεν είχε μονάδες, και χάθηκε, όπως ακριβώς προέβλεπε και η αρχική τους συμφωνία, αρνούμενη την πρόταση του Νίκου να πάνε για έναν καφέ."Ότι δεν πρόλαβε καν να αρχίσει, δεν πρόλαβε να της αποκαλύψει την πραγματική του ιδιότητα". Και ότι οτιδήποτε ακολούθησε, η εξέλιξη της νύχτας, η επόμενη συνάντησή τους, το τρόλλεη, είναι προϊόν της φαντασίας του. Μια ευχάριστη αλλά υποθετική εξέλιξη που σκέφτηκε μόνος στο σκοτεινό δωμάτιό του στο τέλος της ταινίας.

Αυτά είναι λοιπόν τα Φτηνά Τσιγάρα: μία ταινία που προσπαθεί αγγίξει το θέμα του έρωτα, από κάθε πτυχή του. Από τη πτυχή της αναζήτησης, της γνωριμίας, του χωρισμού, της όλης  διαδρομής μέχρι και της αποστροφής του ("δε θέλω να γαμήσω!" φωνάζει ο Μανώλης προς το τέλος της ταινίας). Εξ'ου και η διαχρονικότητά της και η αποδοχή της, ανεξαρτήτως διάθεσης και κατάστασης του καθενός.

Μιά ταινία κατά τη διάρκεια της οποίας ο χρόνος φαίνεται να κυλάει χωρίς να συμβαίνει το ιδιαίτερα σημαντικό.

Μιά συλλογή όμορφων στιγμών, συχνά ονειροποιημένων. 

Μιά ταινία με κύριο προβληματισμό τον έρωτα, σε έναν "ελαφρύ" κόσμο "έξω" από τον δικό μας πραγματικό κόσμο των αγχών, των υποχρέωσεων, της φτώχειας και της δυστυχίας: μία ταινία που μας υπενθυμίζει ότι δεν τολμήσαμε όσα θέλαμε, μιά ταινία που επαναφέρει την έννοια του ρομαντισμού, μία ταινία που μας κάνει να αφαιρεθούμε από τα προβλήματά μας.
Και που δεν παύει να μας υπενθυμίζει εκνευριστικά με κάθε θέασή της ότι ο πάλαι ποτέ ρομαντικός σκηνοθέτης της που σύμφωνα με την υπόθεση της ταινίας είναι άνεργος αλλά κατοικεί σε ρετιρέ στην Ακρόπολη, ήταν, κάμποσα χρόνια μετά τα γυρίσματα, υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία και προσωπικός φίλος του Αντώνη Σαμαρά.