Friday, May 17, 2013

Ρεφορμισμός, αυτονομία, αριστερισμός και ο ρόλος της αριστεράς

Η βάση ήθελε, η ηγεσία όχι
 (ή αλλιώς "όταν οι από κάτω μπορούν αλλά οι από πάνω δεν θέλουν")

Ρεφορμιστικά χαρακτηρίζονται από τον 19ο αιώνα τα κόμματα (και οι οργανώσεις) τα οποία ενώ αναφέρονται στην εργατική τάξη και στο σοσιαλισμό, διακατέχονται από την βαθιά πεποίθηση ότι ο κόσμος αλλάζει με ομαλές ειρηνικές μεταρρυθμίσεις (reform), οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν και κοινοβουλευτικά στο υπάρχον σύστημα. Αυτή τους η πεποίθηση προφανώς διαμορφώνει και το ανάλογο πολιτικό σχέδιο ανά τα χρόνια. Οι ρεφορμιστές - μέλη των ρεφορμιστικών κομμάτων- προβαίνουν σε κινήσεις απαραίτητες για να πετύχουν και να προωθήσουν το σχέδιό τους αυτό.

Η αυτονομία ενέχει την έννοια της "αυτενέργειας" σε επίπεδο συλλογικότητας ή ατόμου. Δηλαδή την "ακηδεμόνευτη", "μη καθοδηγούμενη", "ξεχωριστή" δράση του καθενός χώρου/συλλογικότητας. Η λογική της αυτονομίας, προωθείται κυρίως από τον αναρχικό/ανεξουσιαστικό χώρο και ουσιαστικά υποστηρίζει ότι οι ενέργειες που θα βασίζονται στο αυθόρμητο του κόσμου είναι ικανές από μόνες τους να επιφέρουν μια ανατροπή ή σημαντική ρήξη με το υπάρχον καθεστώς. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη "λογική της αυτονομίας" οι αγώνες ενός σωματείου είναι μάλλον ικανοί να αλλάξουν το σύστημα. Αγώνες όμως οι οποίοι θα αποφασίζονται και θα κινούνται από τη βάση, θα έχουν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τους αγώνες των άλλων σωματείων και άλλων χώρων, και δεν θα έχουν καμία "πολιτική καθοδήγηση".

Πολλές φορές, ο ρεφορμισμός χρησιμοποιεί την "λογική της αυτονομίας" προκειμένου να δικαιολογήσει το πολιτικό του σχέδιο. Οι ρεφορμιστές υποστηρίζουν ότι τα σωματεία/συνδικάτα/σύλλογοι/κλπ πρέπει να είναι "ακηδεμόνευτα" και "μη - καθοδηγούμενα". Με αυτό τον τρόπο, ένα μέλος ρεφορμιστικού κόμματος, υποστηρίζει ότι ο ρόλος ενός κόμματος δεν είναι να οργανώνει και να υποστηρίζει απεργίες, μιας και τα σωματεία και τα συνδικάτα πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα από τα κόμματα.

Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτή η δήλωση παρουσιάζει τεράστιες αντιφάσεις, μιας και κάθε συνδικαλιστής - μέλος σωματείου που είναι και μέλος ρεφορμιστικού κόμματος συζητάει πάντοτε, πριν από κάθε συνέλευση, σε επίπεδο κόμματος την πρόταση του κόμματος για το σωματείο - το οποίο προφανώς και προωθεί στο σωματείο του. Δηλαδή, κάθε ρεφορμιστικό κόμμα έχει σχέδιο και προτάσεις για τους χώρους εργασίας και κάθε ρεφορμιστής συνδικαλιστής προσπαθεί να το προωθήσει στον χώρο που συμμετέχει. Στην πράξη, δηλαδή, οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές ακυρώνουν τα όσα λένε "περί αυτονομίας των χώρων και των σωματείων".

Ο λόγος για τον οποίο επικαλούνται την "αυτονομία" είναι ένας και μοναδικός: οι ρεφορμιστές προσπαθούν να διαχωρίσουν συνειδητά τους αγώνες του κόσμου, των σωματείων, των φοιτητικών "συλλόγων" από αυτό που αυτοί θεωρούν πολιτικό αγώνα (δηλ. την προώθηση ομαλών μεταρρυθμίσεων). Θέλουν ο αγώνας του κόσμου, των σωματείων, των φοιτητικών συλλόγων να μένει σε οικονομικίστικο/συντεχνιακό επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ρεφορμιστές δεν θέλουν να υπάρχουν αγώνες:  όχι μόνο θέλουν, αλλά μάλιστα, σαν άτομα προσπαθούν να τους προωθήσουν. Ο λόγος που όμως επιθυμούν κάτι τέτοιο είναι γιατί επιδιώκουν να υπάρχει ένα "αγωνιστικό κλίμα" στην κοινωνία το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την εκλογική άνοδο του ποσοστού των ρεφορμιστών, οι οποίοι συνήθως έχουν  "ριζοσπαστικές θέσεις".

Την ίδια στιγμή που όμως επιδιώκουν ένα αόριστο "αγωνιστικό κλίμα", οι ρεφορμιστές αποφεύγουν με κάθε τρόπο, να πάρει το κόμμα τους ουσιαστική θέση για κάποιο αγώνα των "από κάτω". Αυτό συμβαίνει γιατί εάν έπαιρναν ουσιαστική θέση, εάν ένα ρεφορμιστικό κόμμα έβγαινε δηλαδή και υποστήριζε μια απεργία, μια κινητοποίηση,  και προσπαθούσε να προωθήσει τα αιτήματά της, φρόντιζε για την περιφρούρησή της και την στήριξή της από τα μέλη τους θα αναγκαζόταν να δεσμευτεί πολιτικά και να συνδέσει άμεσα έναν οικονομικό με έναν κεντρικό πολιτικό αγώνα. Με αυτό τον τρόπο, ένα κόμμα θα αναγκαζόταν να προχωρήσει σε ολομέτωπη σύγκρουση και να συμπαρασύρει και τον κόσμο του μαζί: με αυτό τον τρόπο θα παρατούσε κάθε ελπίδα και σχέδιο για "ομαλές μεταρρυθμίσεις" και θα παρασυρόταν στην μάχη για μια ενδεχομένως βίαιη, ανατροπή.

Και οι ρεφορμιστές, ούτε θέλουν, ούτε μπορούν, να δώσουν αυτή την μάχη.

Το σχέδιο μιας μερίδας του ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά στην απεργία των εκπαιδευτικών, κινούνταν πάνω κάτω στα παραπάνω πλαίσια. Με επιχειρήματα όπως ότι "τα σωματεία είναι αυτόνομα", "δεν μπορεί ένα κόμμα να στηρίξει μια απεργία", "οι αγώνες δεν πρέπει να καπελώνονται από κανένα κόμμα", "δεν θα υποδείξουμε στους καθηγητές τί να κάνουν" μια μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ έμεινε στις δηλώσεις "πολιτικής στήριξης της απεργίας" και "μόνο" (άραγε τί σημαίνει τελικά "στηρίζω πολιτικά μια απεργία";), δείχνοντας εμφανή δισταγμό να βγει εμφανώς και να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα στηρίξει ολοκληρωτικά και ανυποχώρητα την απεργία, και σε οργανωτικό επίπεδο, και ότι καλεί για παράδειγμα τους εκπαιδευτικούς να "σκίσουν τα χαρτιά της επιστράτευσης".

Με επιχείρημα το ότι "δεν καθοδηγούμε κανέναν - δεν θα πούμε σε κανέναν τι να κάνει, αλλά στηρίζουμε πολιτικά" ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε, μια διττή και σίγουρα παθητική και επιφυλακτική στάση απέναντι σε ένα μεγάλο κομμάτι εργαζομένων που ήταν έτοιμο να συγκρουστεί κατά μέτωπο με την τρικομματική.

Το αποκορύφωμα ήταν το συνέδριο των προέδρων των ΕΛΜΕ, που ενώ οι τοπικές ΕΛΜΕ είχαν αποφασίσει  στις μαζικότατες συνελεύσεις τους απεργία με ποσοστό 90%, πολλοί πρόεδροι ΕΛΜΕ που ανήκαν στην παράταξη που συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ, αποφάσισαν ουσιαστικά να μην γίνει απεργία, με το πρόσχημα ότι "δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστεί η ενδεχόμενη επιστράτευση των εκπαιδευτικών" που είχε χουντικά αποφασίσει η κυβέρνηση.

Η παραπάνω στάση, μαζί με την αντίστοιχη του ΠΑΜΕ (που ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενη) , προκάλεσε την οργή πολλών αγωνιστών (μεταξύ τους και καθηγητές), οι οποίοι μίλησαν ανοιχτά για "προδοσία", "ξεπούλημα" κλπ.

Μερικοί μάλιστα, εκ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και της αναρχίας προερχόμενοι, μίλησαν για τα "όρια της κοινοβουλευτικής αριστεράς" που ήταν "αναμενόμενα", ή κάνοντας ακόμη λόγο για περιστατικό "προφανές αφού όταν υπάρχει εκπροσώπηση", ισχυριζόμενοι πως "αυτά συμβαίνουν όταν δεν υπάρχουν οριζόντιες δομές στον εργατικό συνδικαλισμό". Το ειρωνικό βέβαια είναι ότι όλοι αυτοί περίμεναν εναγωνίως την απόφαση των προέδρων των ΕΛΜΕ, μιας και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος προκειμένου να κηρυχθεί απεργία, αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Οι λόγοι για τους οποίους η οργή των απανταχού καθηγητών, αγωνιστών κλπ στράφηκε κατά ένα μεγάλο βαθμό ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανείς. Από την μία, η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚΕ έχουν αποδείξει την κυβερνητική και προδοτική τους στάση εδώ και χρόνια και από την άλλη το ΠΑΜΕ είχε κάνει ήδη γνωστό το ότι δεν θα στήριζε την απεργία καθώς "θα διατάρασσε την ηρεμία της λαϊκής οικογένειας". Δεδομένων αυτών αλλά και του της γενικότερης ελπίδας που απ' ότι φαίνεται συνεχίζει να εμπνέει ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολλούς μέχρι σήμερα, ο κόσμος (συμπεριλαμβανομένων και αγωνιστών πολιτικά ενταγμένων και στην αναρχία και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά) τον εμπιστευόταν.

Αυτό που χρήζει εξέτασης προκειμένου να προκύψουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα είναι και το συνέδριο των προέδρων της ΕΛΜΕ αλλά και όλη η κατάσταση που επικρατούσε από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η απεργία των καθηγητών μέχρι σήμερα.

Τα συμπεράσματα αυτά, σχετίζονται άμεσα με το "ποιός τελικά είναι ο ρόλος της αριστεράς στο σήμερα". Και όταν λέμε "αριστερά", εννοούμε μια αριστερά πραγματική, η οποία θα μπορεί να κατορθώσει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων αλλά και να οδηγήσει στην πραγματική ανατροπή και στην άλλη κοινωνία (εγώ το λέω σοσιαλισμό) στην πράξη.

Αρχίζοντας, είναι χαρακτηριστική και μόνο η σημασία που είχε το συνέδριο των προέδρων της ΕΛΜΕ. Όντας το μόνο, αυτή τη στιγμή, που θα μπορούσε να κηρύξει απεργία, αποδεικνύει την σημασία της ύπαρξης μαζικών πραγματικά επαναστατικών (και όχι επιφυλακτικών και προδοτικά διστακτικών) δυνάμεων μέσα σε αυτό, μιας και τότε θα είχε διασφαλιστεί η επικύρωση των αποφάσεων των τοπικών ΕΛΜΕ και άρα της βάσης του σωματείου. Ο αποτελεσματικός δρόμος για την ανατροπή στην παρούσα φάση λοιπόν, δεν μπορεί παρά να περνάει από την εμπλοκή και την προσπάθει για μαζική παρουσία σε πρωτοβάθμια αλλά και δευτεροβάθμια όργανα τα οποία έχουν την ισχύ να προκηρύσσουν απεργίες. Αυτό δεν αποκλείει την προσπάθεια δημιουργίας εναλλακτικών "οριζόντιων δομών" στον εργατικό συνδικαλισμό, αλλά σίγουρα αποκλείει το να παρατάς τα υπάρχοντα όργανα "ως ξεπουλημένα".

Δεύτερον, η απόφαση των πρέδρων της ΕΛΜΕ δεν ήταν "φυσικό επόμενο" λόγω "εκπροσώπησης" όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Δεν ήταν φυσικό επόμενο οι πρόεδροι της ΕΛΜΕ να αγνοήσουν τις αποφάσεις της βάσης, απλώς και μόνο επειδή είναι "εκπρόσωποι". Αυτοί οι πρόεδροι που αγνόησαν τις αποφάσεις της βάσης, το κάνανε ακριβώς επειδή έχουν συγκεκριμένη πολιτική (η οποία αναφέρθηκε και παραπάνω). Άρα το πρόβλημα δεν είναι η "εκπροσώπηση"σαν θεσμός, δεν είναι ο τρόπος οργάνωσης των συνδικάτων, δεν είναι ο "κοινοβουλευτισμός" (μιας και πρόεδροι ΕΛΜΕ προσκείμενοι στις Παρεμβάσεις ψήφισαν λευκό), αλλά είναι η συγκεκριμένη πολιτική που είχαν όλοι όσοι υποστήριξαν ότι  "δεν υπάρχουν οι όροι να γίνει η απεργία".

Τρίτον, η  "προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ" για την οποία μιλάνε όλοι δεν ήταν προδοσία όλου του ΣΥΡΙΖΑ. Η "πραξικοπηματική πράξη των προέδρων του ΣΥΡΙΖΑ" (που επίσης δεν ισχύει για όλους, μιας και κάποιοι πρόεδροι ΕΛΜΕ που είναι στο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν υπέρ) ήταν τόσο "πραξικοπηματική για τους υπόλοιπους, όσο και για την βάση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία είχε στηρίξει και μέσα και έξω από τις ΕΛΜΕ απερίφραστα την απεργία. Ήταν πράξη μιας πολύ συγκεκριμένης μερίδας, η οποία όμως άρχισε να υλοποιείται από την αρχή της απεργίας, όπου υπήρξε άρνηση της ουσιαστικής στήριξης και οργάνωσης της απεργίας με χρήση των επιχειρημάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Παρόλα αυτά, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μόνο το οποίο πρέπει να σταθεί κανείς: το γεγονός ότι η απεργία δεν ψηφίστηκε τελικά, έχει άμεση σχέση και με την υπόλοιπη αριστερά. Έχει να κάνει με το ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη πρόταση για "συνέχιση της απεργίας" από την άλλη μπάντα, παρά για απεργία "500 συνδικαλιστών". Έχει να κάνει ότι καμία άλλη αριστερά (ή γενικά δύναμη) δεν έχει τους μαζικούς όρους ούτε στα τριτοβάθμια όργανα, αλλά ούτε και στη βάση ώστε να "επικυρώσει" και τυπικά αλλά και ουσιαστικά την απεργία.

Τέταρτον, η δήλωση του ΠΑΜΕ ήταν άστοχη, μα ήταν αληθής. Μια απεργία πρέπει όντως να είναι οργανωμένη, μια απεργία καθηγητών όντως πρέπει να έχει τη στήριξη των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων και των μαθητών, αλλά και λοιπών σωματείων. Στις συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ, η κύρια απορία των καθηγητών, ήταν αν οι καθηγητές όντως θα πράξουν σύμφωνα με την ψήφο τους και θα απεργήσουν (και θα στηρίξουν τις περιφρουρήσεις κλπ) ή αν θα υπάρξει στήριξη από την υπόλοιπη κοινωνία. Η δήλωση του ΠΑΜΕ καθώς και οι απορίες των καθηγητών δείχνουν προφανώς ότι ένα σωματείο δεν μπορεί να δράσει μόνο του. Ένα σωματείο μόνο του δεν έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την έμπρακτη συμμετοχή των υπόλοιπων σωματείων. Ένα σωματείο δεν μπορεί να οργανώσει για παράδειγμα, πόσοι και ποιοι από τα υπόλοιπα σωματεία θα συμμετέχουν στις απεργιακές φρουρές.

Και κάπου εδώ, πρέπει να αναρωτηθούμε τελικά ποιος είναι ο ρόλος της αριστεράς. Γιατί ένα πραγματικά αριστερό κόμμα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά αυτό το οποίο αριθμεί στις τάξεις του ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων. Ένα πραγματικά αριστερό κόμμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό το οποίο καταφέρνει να συντονίσει πολλά και διαφορετικά σωματεία, συλλόγους και μαθητές. Ένα πραγματικά ριστερό κόμμα είναι αυτό το οποίο θα φροντίζει να κάνει πράξη τα προτάγματα που θέτει (που πάντα βασίζονται στις ανάγκες των εργαζομένων) και θα κατάφερνε εν προκειμένω να κάνει στην πράξη την απεργία των εκπαιδευτικών "υπόθεση όλης της κοινωνίας".

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που πριν δυο χρόνια ο κόσμος σταμάτησε να βγαίνει στις πλατείες, όπως και δεν είναι τυχαία η ερώτηση που έκαναν οι καθηγητές σε αριστερούς συνδικαλιστές σε σχέση με το αν θα υπάρχει κόσμος στην απεργία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μεγάλο μέρος  του κόσμου των πλατειών ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ (και γενικότερα, ριζοσπαστική αριστερά). Γιατί αυτός ο κόσμος, (και οι καθηγητές) συνειδητοποίησε ότι το να βγαίνεις στις πλατείες δεν είναι αρκετό. Συνειδητοποίησε ότι η σύγκρουση, η ανατροπή είναι μια πολιτική διαδικασία που απαιτεί διάρκεια και οργάνωση. Μια διαδικασία που απαιτεί εμπλοκή των σωματείων, των φοιτητών, των μαθητών, που συμβαίνει σε κάθε επίπεδο και με διάφορες μορφές πάλης. Και αναγνώρισε ότι σε αυτά τα σημεία, στο κίνημα των πλατειών, υπήρχε ένα μεγάλο κενό. Και νομίζω ότι θεώρησε ότι αυτό το κενό μπορεί να το καλύψει η αριστερά.

Και πράγματι, o ρόλος της αριστεράς είναι ακριβώς αυτός που αναφέρθηκε. Ο ρόλος της αριστεράς είναι τίποτα άλλο από να οργανώνει τους αγώνες και να προσπαθεί να προωθεί με κάθε τρόπο τη σύγκρουση έχοντας ως ορίζοντα την άλλη κοινωνία (εγώ το λέω σοσιαλισμό).

Ο ρόλος της αριστεράς στην απεργία των εκπαιδευτικών, δεν ήταν αυτός του διστακτικού παρατηρητή (όπως ο ρόλος που επέλεξε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΜΕ). Αυτού που αγνοώντας τις αποφάσεις της βάσης, νίπτει τας χείρας του "επειδή δεν υπάρχουν οι όροι". Ο ρόλος της αριστεράς ήταν να δηλώσει εξαρχής την αμέριστη στήριξή της στην κινητοποίηση, απαντώντας στις προκλήσεις τις κυβέρνησης και λέγοντας ξεκάθαρα ότι "η κυβέρνηση θα πέσει εδώ και τώρα". Ο ρόλος της ήταν να οργανώσει όσα σωματεία, φοιτητικούς συλλόγους, μαθητές, ανέργους και κόσμο γενικά έχει στη διάθεσή της προκειμένου να διασφαλίσει την επιτυχία της απεργίας και να σπάσει στην πράξη την επιστράτευση. Ο ρόλος της αριστεράς είναι να πηγαίνει τη σύγκρουση μέχρι τέλους. Ο ρόλος της αριστεράς είναι να έχει (ή να προσπαθεί να) αποκτήσει την αποφασιστικότητα και τους μαζικούς όρους ώστε να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο.

Και η μη επικύρωση της απεργίας των εκπαιδευτικών, δείχνει την έλλειψη αλλά και την ανάγκη ύπαρξης μιας τέτοιας αριστεράς.

Friday, May 3, 2013

Πού στρέφει τα βέλη του το "δημοκρατικό" τόξο;

Τα Μ.Α.Τ παρασέρνουν τα μέλη της Χρυσής Αυγής σε ένα παθιασμένο
τάνγκο, σε μια προσπάθεια να τους κάνουν να κουραστούν και να
αποχωρήσουν από την πλατεία Συντάγματος

Αυτό που έγινε χθες στο Σύνταγμα με ξάφνιασε, όπως φαντάζομαι και πολλούς άλλους. Πρώτον, γιατί δεν γνώριζα (όπως φαντάζομαι και πολλοί άλλοι) ότι η Χρυσή Αυγή θα μοίραζε χθες τρόφιμα στην πιο κεντρική πλατεία της Αθήνας (μα, γιατί άραγε ;). Δεύτερον, γιατί αυτή η ενέργεια αυτή διακόπηκε όχι από "αναρχοάπλυτους" και "αριστεροχαρούμενους" όπως η ίδια θα έλεγε, μα από τους έντιμους προστάτες του πολίτη (σ.σ. ΜΑΤ) και τον καθ' όλα δημοκρατικό δήμαρχο της Αθήνας, τον κ. Καμίνη.

Πήγαν, λοιπόν, οι φασίστες να μοιράσουν "τρόφιμα της Λαμπρής" στο Σύνταγμα, κάνοντας ευρέως γνωστή την ενέργειά τους αυτή μόλις το προηγούμενο βράδυ στο δελτίο του Alter, -σε αντίθεση με την "αιμοδοσία μόνο για Έλληνες"- ίσως επειδή φοβόντουσαν την υπερβολικά φιλική αντίδραση του κόσμου που θα το μάθαινε. Ως απάντηση, ο δήμαρχος Αθηναίων έδωσε στα Μ.Α.Τ εντολή "εκκαθάρισης" της πλατείας, μιας και όπως είπε "τους είχε απογορεύσει τη σχετική άδεια".

Με μια πρώτη ματιά όλα φαντάζουν λογικά: μια ναζιστική οργάνωση θέλει να χρησιμοποιήσει την πλατεία Συντάγματος, και ένας δήμαρχος με μια βαθιά δημοκρατικό θεσμικό ρόλο τους το απαγορεύει, μιας και δεν τους έχει παραχωρηθεί η σχετική χαρτούρα. Για να διασφαλίσει την απαγόρευση αυτή, χρησιμοποιεί τους προστάτες του θεσμού της δημοκρατίας που δεν είναι άλλοι από τις δυνάμεις καταστολής, ευρύτερα γνωστές και ως Μ.Α.Τ

Όλα λογικά, όμορφα και τακτοποιημένα. Έτσι;

Μάλλον όχι, γιατί με μια δεύτερη ματιά ο δήμαρχος που απαγόρευσε στη Χρυσή Αυγή να μοιράσει τρόφιμα, είναι ο ίδιος που μαζί με τα Μ.Α.Τ του Δένδια "εκκένωσαν" την Βίλα Αμαλίας στοχοποιώντας την ως "γιάφκα τρομοκρατών". Είναι ο ίδιος που μιλούσε για ανομία την ίδια στιγμή που τα Μ.Α.Τ εισέβαλλαν και σε άλλες καταλήψεις - κοινωνικούς χώρους που ουσιαστικά έδιναν ζωή και νόημα ύπαρξης σε εγκαταλελλειμένα κτίρια του δήμου.

 Με μια τρίτη ματιά, είναι ο ίδιος, με την σιωπηλή συναίνεη του οποίου, τα Μ.Α.Τ κατάργησαν την ελευθερία της έκφρασης (που όλο το πολιτικό σύστημα διατείνεται ότι υπάρχει) όταν μπήκαν στο ΕΜΠ και ξήλωσαν τον εξοπλισμό του indymedia ή όταν μπήκαν στην ΑΣΟΕΕ, ξήλωσαν ραδιοφωνική συχνότητα και κατάσχεσαν υλικά πολιτικών παρατάξεων.

 Με μια τέταρτη ματιά, είναι ο ίδιος που επιλέγει να προβεί σε επικοινωνιακά συσσίτια  που δεν φτάνουν καν για να ταΐσουν ούτε τους μισούς φτωχούς της Αθήνας. Είναι ο ίδιος που επιλέγει να αφήνει τόσα και τόσα κτίρια αχρησιμοποίητα, την ίδια στιγμοί που εκατοντάδες άστεγοι κοιμούνται στους δρόμους.

Με μια πέπτη ματιά, είναι ακριβώς ο ίδιος δήμαρχος που τις προάλλες δεν είχε χορηγήσει άδεια για χρήση της πλατείας από πολίτες που ήθελαν να πραγματοποιήσει ανταλλακτικό παζάρι βιβλίων, λέγοντας ότι "δεν μπορεί οι πολίτες να κάνουν ότι θέλουν τους δημόσιους χώρους" και αναρωτιόμενος "αν χρειάζεται να βάλει έναν αστυνομικό πάνω από το κεφάλι κάθε δημότη προκειμένου να μας νουθετεί".

Τα γεγονότα στην πλατεία Συντάγματος σίγουρα έδειξαν ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους εκπροσώπους του υπάρχοντος καθεστώτος (δημάρχου και ΜΑΤ) και στους νεοναζί. Όμως, η διαφορά αυτή είναι λιγότερο ουσιαστική από όσο φαίνεται και τα  γεγονότα έχουν πολύ περισσότερες πτυχές από αυτές που μπορεί να ισχυριστεί η Χρυσή Αυγή και ο δήμαρχος. Πολύ περρισότερες πτυχές απ΄ όσες μπορεί  καν κανείς να συνειδητοποιήσει, κοιτώντας τα επιφανειακά.

Για να δούμε τα πράγματα λίγο πιο συγκεκριμένα, ο  λόγος που η Χρυσή Αυγή εκδιώχθηκε χθες από το Σύνταγμα, δεν είναι κάποια ουσιαστική αντιπαράθεση της κυβέρνησης ή του δημάρχου με τον ρατσισμό ή τη φασιστική ιδεολογία. Μην ξεχνάμε ότι την ρατσιστική ατζέντα την έχει υιοθετήσει θεσμικά η τρικομματική με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον Ξένιο Δία, τον οποίο καθημερινά φροντίζει να εφαρμόζει η αστυνομία. Τα συσσίτια, τα οποία ουσιαστικά οι Χρυσαυγίτες (πέρα από το ρατσιστικό τους χαρακτήρα) προσπαθούν να προωθήσουν ως "λύση" μπροστά στην έλλειψη κοινωνικού κράτους (το οποίο προφανώς και δεν επιθυμούν  να θίξουν ή να βελτιώσουν), είναι συνήθης πρακτική του δήμου.

Η μόνη διαφωνία  της κυβέρνησης και του δημάρχου με τη Χρυσή Αυγή είναι  ουσιαστικά το κατά πόσο η τελευταία έχει το "θεσμικό ρόλο" προκειμένου να κάνει ό,τι κάνει. Η αντίθεση του Σαμαρά, του Βενιζέλου, του Κουβέλη και όλου του "δημοκρατικού τόξου" που επικαλούνται ξανά και ξανά, με οποιαδήποτε ρατσιστική ή φασιστική ενέργεια της Χρυσής Αυγής είναι είτε μόνο στα λόγια είτε στο κατά πόσο υπάρχει η "νομική κάλυψη" (βλ. αντιδράσεις Βορίδη στους ελέγχους Χρυσής Αυγής σε μετανάστες μικροπωλητές όπου δεν διαφώνησε με το περιεχόμενο της πράξης αλλά με το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή δεν έχει το "θεσμικό ρόλο" προκειμένου να κάνει κάτι τέτοιο").

Το επιχείρημα στο οποίο στηρίχθηκε ο διωγμός της Χρυσής Αυγής χθες από το Σύνταγμα είναι ότι ο Δήμος Αθηναίων δεν της είχε παραχωρήσει τη σχετική άδεια, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με την ομάδα πολιτών που ήθελε να πραγματοποιήσει ανταλλακτικό  παζάρι βιβλίων  τις προάλλες. Ο δήμαρχος, φορώντας ένα πλαστό "δημοκρατικό προσωπείο" επικαλέστηκε τη νομιμότητα και τους "θεσμούς" προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του.

Μα αυτό άλλωστε δεν κάνει και όλο το "φάσμα του δημοκρατικού τόξου"; Ο κύριος λόγος που αγανακτούν με τη Χρυσή Αυγή οι εκπρόσωποι της τρικομματικής είναι εκτός από μία ανάλαφρη αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η καταπάτηση της "νομιμότητας". Η αμφισβήτηση των θεσμών που ουσιαστικά ταυτίζονται με την κυβέρνηση. Κάθε φορά, μέσα από την αντιπαράθεση με τη Χρυσή Αυγή αναδεικνύεται το ύψιστο καθήκον του να σέβεσαι στους θεσμούς, δηλαδή την κυβέρνηση, και η επίθεση σε αυτούς που δεν το κάνουν.

Η κυβέρνηση μαζί με κάθε λογής εκπροσώπους της, με τον τρόπο που αντιτίθεται στη Χρυσή Αυγή ουσιαστικά αντιτίθεται στο σύνολο της κοινωνίας που αμφισβητεί ή απλώς σκέφτεται να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της και την πολιτική της. Αυτοανακηρυσσόμενη ως ο ύψιστος τηρητής της δημοκρατίας και της τάξης, η κυβέρνηση αντιτίθεται σε όλους όσους αντιδρούν.

Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την Χρυσή Αυγή πολύ έξυπνα: από τη μία η τελευταία βοηθάει την πρώτη να εφαρμόσει την πολιτική της,  ως παρακρατικός κατασταλτικός μηχανισμός ή με τις δηλώσεις στήριξης, όπως για τα μεταλλεία στις Σκουρίες ή για τις φοροαπαλλαγές εφοπλιστών και ΠΑΕ. Από την άλλη η πρώτη διαχωρίζεται από την τελευταία, προκειμένου να "υπενθυμίσει" το "απαράβατο" της νομιμότητας της τήρησης των θεσμών και της πολιτικής που η ίδια δημιουργεί.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση και ο Καμίνης ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν θέση εναντίον του μοιράσματος τροφίμων. Αν δεν το κάνανε, όλα η επιχειρηματολογία τους περί "νομιμότητας" και δυνάμεων του "δημοκρατικού τόξου" θα κατέρρεαν. Αν δεν το κάνανε θα φανερωνόταν ότι ο Δήμος Αθηναίων και η κυβέρνηση παραχωρούν στη Χρυσή Αυγή την πιο κεντρική πλατεία της χώρας και τότε θα τάσσοταν ανοιτά υπέρ της. Με αυτό τον τρόπο η Χρυσή Αυγή θα έπαυε να είναι η τόσο χρήσιμη "χρυσή εφεδρεία" στα χέρια του συστήματος: αν η συνεργασία κυβέρνησης - νεοναζί ξεγυμνωνόταν τόσο ξεδιάντροπα, τότε η νεοναζιστική οργάνωση θα σταματούσε να λειτουργεί ως αποσυμπιεστικός σάκος της αγανάκτισης του κόσμου και πολίτιμος αφανής πολιτικός σύμμαχος της κυβέρνησης.Αν δεν της απαγόρευαν να μοιράσει τρόφιμα λόγω "έλλειψης άδειας", δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και για συγκεντρώσεις άλλων πολιτικών χώρων στο μέλλον.

"Μα και τί θα ήθελες; Μήπως θα ήταν καλύτερο τελικά να τους αφήσουν να μοιράσουν τα τρόφιμα;"

Μα φυσικά και όχι. Είναι φανερό όμως, ότι η αντίθεση του δήμου και της αστυνομίας στη Χρυσή Αυγή, ο "αντιφασισμός τους" αν θέλετε, είναι επίπλαστος και ανούσιος.

Αφενός, αυτό φάνηκε από την ανοχή της αστυνομίας στα σπρωξίδια ακόμη και στην αποκάλυψη οπλοφορίας μελών της Χρυσής Αυγής, από το γεγονός ότι ο Καμίνης δεν έκανε στον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Γερμενή για την επίθεσή του.

Αφετέρου, επειδή ο αντιφασισμός δεν είναι "επικοινωνιακές κινήσεις της μιας μέρας". Ειδικά όταν  αυτές βασίζονται στην νομιμότητα και σε μια αόραστη φρασεολογία κατά των διακρίσεων και όχι σε ουσιαστική  πολιτική στάση κατά του ρατσισμού και του φασισμού.

Η Χρυσή Αυγή υπάρχει και έχει μεγαλώσει ακριβώς επειδή δίνει "κάλπικες λύσεις" στη φτώχεια που η πολιτική της κυβέρνησης (στηριζόμενη και από οτν κ. Καμίνη) δημιουργεί. Χωρίς απάντηση σε αυτή την πολιτική, χωρίς πρόταγμα ανατροπής της, χωρίς ριζοσπαστική λύση με κατεύθυνση τις ανάγκες του κόσμου, η Χρυσή Αυγή δεν πρόκειται να εξαφαναστεί.

Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό είναι μία διαρκής μάχη που δεν μπορεί να δώσει καν όλη η αριστερά και ο Α/Α χώρος μόνοι τους. Η μάχη ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας.

Όπως έγραψε και κάπου μια συντρόφισσα,

"ο φασισμός θα πεθάνει όταν οι νοικοκυρές τους κυνηγούν με τις σκούπες τους στο δρόμους, όταν τους κυνηγούν οι εργάτες στα σωματεία, οι μαθητές και οι καθηγητές στα σχολεία".